παραστατικός

παραστατικός
παραστατικός
fit for standing by.
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραστατικός — ή, ό / παραστατικός, ή, όν, ΝΑ [παραστάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία») 2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να… …   Dictionary of Greek

  • παραστατικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να εικονίσει, να εκφράσει καλά τα πράγματα: Στην αφήγησή του είναι πολύ παραστατικός. 2. το θηλ. ως ουσ., παραστατική κλάδος της Γεωμετρίας. 3. αυτός που δείχνει, αποδεικνύει κάτι, ο βεβαιωτικός: Παραστατικά στοιχεία του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστατικά — παραστατικός fit for standing by. neut nom/voc/acc pl παραστατικά̱ , παραστατικός fit for standing by. fem nom/voc/acc dual παραστατικά̱ , παραστατικός fit for standing by. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικώτερον — παραστατικός fit for standing by. adverbial comp παραστατικός fit for standing by. masc acc comp sg παραστατικός fit for standing by. neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικῶν — παραστατικός fit for standing by. fem gen pl παραστατικός fit for standing by. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικόν — παραστατικός fit for standing by. masc acc sg παραστατικός fit for standing by. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικαῖς — παραστατικός fit for standing by. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικαί — παραστατικός fit for standing by. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικοῖς — παραστατικός fit for standing by. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικοί — παραστατικός fit for standing by. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”